- ρυαδικός
- -ή, -όν, Α [ῥυάς, -άδος]1. (για νόσο) αυτός που εκδηλώνεται με διάρροια2. (για ασθενή) αυτός που πάσχει από ακράτεια ούρων3. αυτός που πάσχει από ρυάδα τών οφθαλμών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥυαδικῶν — ῥυαδικός like diarrhoea fem gen pl ῥυαδικός like diarrhoea masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυαδικόν — ῥυαδικός like diarrhoea masc acc sg ῥυαδικός like diarrhoea neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυαδικοί — ῥυαδικός like diarrhoea masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυαδικούς — ῥυαδικός like diarrhoea masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)